τετράαχμον

τετράαχμον
τετράαχμον,
A v. τετράδραχμον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράαχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”